κακοηθιζομένους

κακοηθιζομένους
κακοηθίζομαι
ill-disposed
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακοηθίζομαι — (Α) [κακοήθης] 1. ενεργώ ή πράττω με κακία, κακοηθεύομαι* 2. υποτιμώ, διαθάλλω, ονειδίζω («τοὺς κακοηθιζομένους τὴν φιλοσοφίαν», Στοβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”